Friday 24 February 2012

Κάτι πήγε στραβά

Ο Ά. έκανε interview σε κάτι κοριτσάκια 16-17 χρονών μέσα σε ένα υπόγειο πεθαμένων γέρων. Όλο χαλιά, βαριά έπιπλα, σκόνη και κλεισούρα.Αυτός τις ήθελε για δουλειά με υπολογιστή και μια του έλεγε "ξέρω καράτε" και έκανε πιρουέτες και ρυθμική γυμναστική για να τον ψήσει. Εγώ στεκόμουν σε μια άκρη, δεν ήμουν και πολύ καλά, μια από τις πιτσιρίκες ήρθε και με αγκάλιασε από πίσω σε στύλ άνετοι ερασταί και μου λέει "έλα μωρέ, δεν είναι τίποτα, θα πηδηχτούμε και μετά δεν τρέχει και τίποτα". Δεν πάει έτσι της λέω, "είσαι κλαμένος?" μου λέει.

Έσκασα εκεί μέσα και βγήκα έξω, δέν ξέρω πώς σε συνάντησα, είχες αυτό το "είμαι 18 χρονών και θα σε πατήσω κάτω γιατί έτσι και γιατί μπορώ" βλέμμα αλλά ήσουν 35.Δεν ήξερα ότι ασχολείσαι με τα extreme sports σκέφτηκα όταν σε είδα να παίρνεις φόρα με το bmx και να ανεβαίνεις σαν το κατσίκι την Δοχειαρίου, χωμάτινη ανηφόρα με κάτι κοτρόνες μες'τη μέση, 50 μοίρες κλίση λέμε.Όσο κατρακυλούσες μαλλιά-κουβάρια πίσω σκέφτηκα "Θεέ μου" και εσύ απέφυγες 2 τρόλεϋ, σηκώθηκες, ξεσκονίστηκες και μόνο το αριστερό σου χέρι είχε πάθει κάτι ψιλά - "κάνουν δουλειά τα ενισχυμένα μπουφάν τελικά" σκέφτηκα και εσύ μέσα στη κατάμαυρη στολή του αναβάτη εντούρο έδειχνες ακόμα πιο όμορφη και μουτρωμένη.




Ανεβήκαμε το χωματοδρωμο και φτάσαμε στην κορυφή, ήταν η Αλεπότρυπα αλλιώς.Κάτι παιδιά περνούσαν απο το ένα μέρος στο άλλο απο μια γέφυρα αλλά εμείς δεν είμαστε πλέον παιδιά και δεν χωρούσαμε.Μου πήρε λίγη ώρα μέχρι να καταλάβω ότι μπορούσαμε να παρακάμψουμε τη γέφυρα και να πάμε γύρω-γύρω.Σε έπιασα απο το χέρι και περάσαμε.

Περάσαμε μέσα απο την εκκλησία στο Πεδίο του Άρεως και κάποιος με στρατιωτική στολή έλεγε ασυναρτησίες σε γέρους και γριές.Ήταν ένας μαλάκας αλλά καλός γιατρός και κοίταξε το χέρι σου.Μπήκαμε σε ένα βάν με κάτι κορίτσια, τρακάραμε και μείναμε στον δρόμο, ύστερα βρήκαμε έναν που δεν ήταν μαλάκας αλλά ήταν μέτριος γιατρός και σου είπε οτι χρειάζεται εγχείρηση.Φύγαμε και με άφησες κάπου, είπες θα το σκεφτείς και θα περάσεις αλλά έπρεπε να αποφασίσεις και σε ποιόν γιατρό θα πας.Σε ρώτησα αν τους καλύπτει το ΙΚΑ και μου΄ρθε στο μυαλό ο Γιοκαρίνης και η Ευλαμπία.Η γνώριμη αβεβαιότητα μήπως και δεν γυρίσεις με κυρίευσε.

Ήμουν κλαμένος.

Wednesday 8 February 2012

Flags

Flame Test 2009


I have a stupid thing with flags.It's not that i am a nationalist, on the contrary, i just like these pieces of cloth and i am fond of the stories behind why someone picked certain colors and/or emblems to represent a nation or even a group of people.I can also understand that people from older generations gave their life to protect their flag, that certain piece of cloth that was representing their hometown, family and friends.I can also understand why someone can burn the greek flag opposing to the things you can usually find it on (army and police uniforms for example) but a thing that makes me feel uncomfortable is when greeks  burn other nations' (american and german flags are two valid examples) or even a swastika flag on the year 2012. (As far as i know that certain symbol have not any official use on any country in the world, especially in germany that it is actually banned.)

If you are prepared to burn a foreign flag as a sign of opposition for the current situation in your country, you have to be prepared to burn your country's own flag or at least accept that this might happen for the same reasons.

Thursday 2 February 2012

Κυψέλη, Φεβρουάριος 2012, 0°C


Γυρνώντας χτες λίγο πριν τα μεσάνυχτα μετά από την παρουσίαση κι αφού είχαμε πάει με το αυτοκίνητο ως τη Νέα Ιωνία για να αφήσουμε μια φίλη, βλέπουμε στο βάθος της πολυκατοικίας ένα χέρι να κρύβεται στο ντουλάπι-αποθήκη κάτω από το κλιμακοστάσιο και μετά ησυχία. Τα φώτα είναι αναμμένα. Μου φαίνεται απίστευτο. Είναι άνθρωπος εκεί μέσα; Και τί κάνει; Δεν έχει περάσει καιρός από την τελευταία ληστεία στον ηλικιωμένο καθηγητή του πέμπτου, έναν κοσμοπολίτη Ουάιλντ που δίδασκε στη Χαϊδελβέργη. Όσα διαμερίσματα δεν έχουν πόρτα ασφαλείας τα έχουν ανοίξει, ενώ τον τελευταίο μήνα τα υπόγεια υπενοικιάζονται. Οι έλληνες ιδιοκτήτες των διαμερισμάτων δηλώνουν πως δεν ενδιαφέρονται αν μένει ένας ή δέκα εφόσον αυτοί πληρώνονται. Ο ιδιοκτήτης δε στο διαμέρισμα του καθηγητή αρνήθηκε να αλλάξει την σπασμένη πόρτα και ο κύριος Γ. σκέφτεται να μαζέψει την αλληλογραφία του και να επιστρέψει μετά από δεκαετίες στην αδερφή του, στην Πάτρα. Αλλά, αυτός ο εκπληκτικός άνθρωπος, ένας μάστερ των διαφορικών εξισώσεων, είναι άλλη ιστορία. Ανεβαίνουμε πάνω, η Βάσια μού λεει να προσέξω. Χτυπώ στον διαχειριστή. Κατεβαίνουμε. Μέσα στο ντουλάπι, πάνω στα κουτιά με τα χριστουγεννιάτικά είναι κουλουριασμένος ένας τύπος. "Τί κάνεις εδώ;" Δείχνει ακίνδυνος, μιλάει ελάχιστα ελληνικά και λίγα αγγλικά. 


Από το ισόγειο όπου μένουν οι Λιβεριανοί (άλλη ιστορία αυτοί οι ευγενικοί Μπομπ Μάρλεϋ) βγαίνουν να δουν, δείχνουν έκπληκτοι, δεν τον ξέρουμε λένε, στα άλλα διαμερίσματα δύο οικογενειών Αλβανών τα φώτα ανοίγουν αλλά κανείς δεν βγαίνει. "Όχι αστυνομία, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ", λεει ο νεαρός, μάλλον Αιθίοπας, που δεν δείχνει ιδιαίτερα ταλαιπωρημένος αλλά είναι κατατρομαγμένος και δεν προσπαθεί καν να τρέξει να φύγει. Ο διαχειριστής παίρνει την αστυνομία όσο μιλάει με τους Λιβεριανούς. Σε ελάχιστα λεπτά έρχεται ένα περιπολικό με τρεις μπάτσους στην ηλικία του Α. Οι Λιβεριανοί έχουν ξαναμπεί στο διαμέρισμά τους. Τον ρωτούν αν έχει χαρτιά και πώς βρέθηκε εδώ. Πρώτη έκπληξη: Ο επικεφαλής της ομάδας ξέρει πολύ καλά αγγλικά αλλά δεν του χρειάζονται. Ο Α. βγάζει τα χαρτιά του. Έχει ένα σακίδιο και μια σακούλα σουπερμάρκετ με εσώρουχα. "Πού είναι το σπίτι σου;" Ήρθε από την Θράκη, λεει. "Τράκι". Σήμερα έφτασε με το λεωφορείο και κάπου σ' αυτόν τον δρόμο μένουν οι φίλοι του, έτσι του 'παν. Βρήκε ανοιχτά και μπήκε. Ο Α. λεει μπος αντί για bus και ο αστυνομικός προς στιγμήν αλαφιάζει. Ήρθε από τη Θράκη με το μπος στους φίλους του. "Σ' αυτόν τον δρόμο; Τηλέφωνο έχουν; Δεν μπορείς να μείνεις εδώ". Το εδώ είναι ένα ντουλάπι με χριστουγεννιάτικα. Στην πολυκατοικία υπάρχουν τρία διαμερίσματα άδεια, οι γέροι ένας ένας φεύγουν. Η μία γριά πέθανε κανα τρίμηνο πριν στα ενενήντα της και η κόρη της που μένει αλλού θέλει να το πουλήσει για να βρει ισόγειο που θα βολεύει την ανάπηρη εγγονή. Αλλά κανείς δεν αγοράζει εδώ. Άλλη ιστορία. 


Δεύτερη έκπληξη: οι δυο μπάτσοι είναι φιλικοί και έχουν πάρει μια γκριμάτσα απογοήτευσης. Ο τρίτος έχει το νου του στο περιπολικό. Τους ρωτάω αν μπορούν να τον πάνε στις δυο Λέσχες Φιλίας. Ο επικεφαλής μού λεει ότι δεν έχουν χώρο. Ο δεύτερος μιλάει στο τηλέφωνο με το Τμήμα και λεει "αναγκαστικά εκεί". Στον ασύρματο του τρίτου ακούγονται ανά δέκα δευτερόλεπτα, οικογένεια κλεισμένη στο Παγκράτι, ληστεία Μαρκόπουλο και καμιά ντουζίνα άλλα που έμοιαζαν ρουτίνα. "Επειδή έξω έχει κρύο θα έρθεις μαζί μας στο τμήμα να μείνεις το βράδυ, εντάξει;" Ο διαχειριστής ρωτάει τον επικεφαλής "σαν αστυνομία τί υποτίθεται ότι πρέπει να κάνεις; που θα μείνει;" Απαντάει "σαν άνθρωποι. Δεν μπορούμε να τον αφήσουμε έξω". Ο Α. έχει ηρεμήσει κάπως αλλά από την υπερένταση μπερδεύεται με τη σακούλα και κοιτάει στο ντουλάπι μήπως έχει ξεχάσει κάτι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Ο άλλος αστυνομικός του τη μαζεύει, ρωτώντας "ok; Έχασες κάτι;" Βγάζω ό,τι είχα στην τσέπη δέκα δεκαπέντε ευρώ και τα δίνω στο διαχειριστή να τα δώσει στον Α. Τα ψιλά, κάτι δίευρα, τα είχαμε δώσει στη Σταδίου σε έναν άστεγο που ήρθε παραπατώντας από τον Ιανό, λέγοντας "πειναω" και στον τύπο που είχε στρώσει κουβέρτες έξω από την Εμπορική στην Κοραή και μια παρέα πριν απο μας μόλις του είχαν αφήσει δυο σάντουιτς. Τα τελευταία λεφτά μας.


 Ο Α. έχει την προσοχή του στον δεύτερο μπάτσο και στα πράγματά του, "οk". Φαίνεται να νιώθει τα πάντα και τίποτα, ίσα που στέκεται, φοράει τζην και αθλητικό μπουφάν, τα μαλλιά του είναι ράστα. Γυρίζει και μου απλώνει το χέρι. Δυνατή χειραψία. "God bless you", μού λεει, κάνοντας αυτή τη μικρή αγχωμένη κίνηση υπόκλισης και φεύγουν όλοι με σκυμμένα κεφάλια. Σκυμμένα, όμως. Δεν μάθαμε ποτέ το όνομά του. Ουίσκυ και περισυλλογή.


Το κείμενο είναι του Αδάμ. Θεώρησα ότι δεν έπρεπε να "ξεπεραστεί" ώς ένα απλό status update στο FB.Τού είχα πεί παλιότερα να φτιάξει ένα blog γιατί είναι κρίμα αυτά που γράφει να "χάνονται".Δεν έφτιαξε.Μόνο που έφτιαξε μαζί με καμιά 20αριά άλλους ένα περιοδικό.


Η φωτογραφία είναι του Λεμονοστίφτη απο μια άλλη Κυψελιώτικη ιστορία.Το βίντεο το είχα βρεί πριν μερικούς μήνες στην Lifo.Ο τίτλος "Κυψέλη, Φεβρουάριος 2012, 0°C" δώθηκε απο εμένα.





Lev Peshkov, October 1918


In 1918, President Woodrow Wilson sent 5,500 American soldiers to northern Russia in the last days of World War I.

Read more here: http://www.mcclatchydc.com/2010/11/27/104384/think-us-troops-never-invaded.html#storylink=cp

"It was dusk. Lev Peshkov waited, shivering, in a freight yard in Vladivostok, the ass end of the Trans-Siberian Railway. He wore an army greatcoat over his lieutenant’s uniform, but Siberia was the coldest place he had ever been.
He was furious to be in Russia. He had been lucky to escape, four years ago, and even luckier to marry into a wealthy American family. And now he was back—all because of a girl. What’s wrong with me? he asked himself. Why can’t I be satisfied?
A gate opened, and a cart drawn by a mule came out of the supply dump. Lev jumped onto the seat beside the British soldier who was driving it. “Aye, aye, Sid,” said Lev.
“Wotcher,” said Sid. He was a thin man of about forty with a perpetual cigarette and a prematurely lined face. A Cockney, he spoke English with an accent quite different from that of South Wales or upstate New York. At first Lev had found him hard to understand.
“Have you got the whisky?”
“Nah, just tins of cocoa.”
Lev turned around, leaned into the cart, and pulled back a corner of the tarpaulin. He was almost certain Sid was joking. He saw a cardboard box marked: “Fry’s Chocolate and Cocoa.” He said: “Not much demand for that among the Cossacks.”
“Look underneath.”
Lev moved the box aside and saw a different legend: “Teacher’s Highland Cream—Perfection of Old Scotch Whisky.” He said: “How many?”
“Twelve cases.”
He covered the box. “Better than cocoa.”




“This is the best whisky in the world,” Lev said in Russian. “It comes from a cold country, like Siberia, where the water in the mountain streams is pure melted snow. What a pity it is so expensive.”
Sotnik’s face was expressionless. “How much?”
Lev was not going to let him reopen the bargaining. “The price you agreed to yesterday,” he said. “Payable in gold rubles, nothing else.”
“How many bottles?”
“One hundred and forty-four.”
“Where are they?”
“Nearby.”
“You should be careful. There are thieves in the neighborhood.”
This might have been a warning or a threat: Lev guessed the ambiguity was intentional. “I know about thieves,” he said. “I’m one of them.”
Sotnik looked at his two comrades, then, after a pause, he laughed. They laughed too.
Lev poured another round. “Don’t worry,” he said. “Your whisky is safe—behind the barrel of a gun.” That, too, was ambiguous. It might have been a reassurance or a warning.
“That’s good,” said Sotnik.
Lev drank his whisky, then looked at his watch. “A military police patrol is due in this neighborhood soon,” he lied. “I have to go.”
“One more drink,” said Sotnik.
Lev stood up. “Do you want the whisky?” He let his irritation show. “I can easily sell it to someone else.” This was true. You could always sell liquor.
“I’ll take it.”
“Money on the table.”